- συνετέχναζον
- συντεχνάζωhelp in contrivingimperf ind act 3rd plσυντεχνάζωhelp in contrivingimperf ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συντεχνάζω — Α 1. επινοώ κάτι μαζί με κάποιον («καὶ συνετέχναζον οἱ τῶν Ρωμαίων στρατηγοί», Πλούτ.) 2. απόλ. σχεδιάζω και ραδιουργώ μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τεχνάζω «μηχανεύομαι, ραδιουργώ» (< τέχνη)] … Dictionary of Greek